- κοψιά
- η1. η τομή που σχηματίζεται από κοφτερό όργανο2. το σημάδι που μένει μετά το κόψιμο3. εξωτερική εμφάνιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοψ- τού κόβω (πρβλ. αόρ. έ-κοψ-α), + κατάλ. -ιά (πρβλ. βρισ-ιά, ριξ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοψιά — η 1. κοπή, κόψιμο, σημάδι από κόψιμο: Τα χέρια του είναιγεμάτα κοψιές. 2. κατάκτηση γυναίκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόψιμο — το (Μ κόψιμο) 1. η ενέργεια τού κόβω, κοπή («κόψιμο πίτας») 2. μείωση νεοελλ. 1. η πληγή ή το σημάδι που έμεινε από κοπή 2. ακμή κοφτερού οργάνου 3. ο τρόπος που κόπηκε κάτι ή το σχήμα που δόθηκε από την κοπή («έχουν ωραίο κόψιμο τα μαλλιά σου»)… … Dictionary of Greek
περίτμημα — τὸ, ΜΑ [περιτέμνω] περίκομμα, κομμάτι, τεμάχιο, απόκομμα μσν. 1. τομή γύρω από κάτι, περιτομή 2. τα σημεία όπου έγινε η περιτομή, το κόψιμο, η κοψιά της αρχ. 1. σκάλισμα, γλυφή γύρω από κάτι («πινάκων ἀργυρῶν περιτμήματα», επιγρ.) 2. φρ.… … Dictionary of Greek
κόψιμο — το, ατος 1. κοψιά, κόψη: Θα έχουμε κόψιμο της πίτας. 2. τρόπος ή σχήμα κοπής: Μου αρέσει το κόψιμο των μαλλιών σου. 3. κοιλόπονος, κολικόπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)